- λαγαρά
- τα (Α λαγαρά)βλ. λαγαρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαγαρά — λαγαρός hollow neut nom/voc/acc pl λαγαρά̱ , λαγαρός hollow fem nom/voc/acc dual λαγαρά̱ , λαγαρός hollow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγάρα — η 1. υγρό απαλλαγμένο από κάθε ξένη ουσία, κατασταλαγμένο, καθαρό και διαυγές, λαμπίκος («κρασί λαγάρα») 2. κάθε προϊόν διήθησης 3. (για χρυσό) αμιγής, άπεφθος, χωρίς ξένα σώματα 4. μτφ. πράγμα άριστης ποιότητας β) (για πρόσ.) ειλικρινής, τίμιος … Dictionary of Greek
λαγάρα — η 1. καθαρό υγρό: Το νερό της πηγής ήταν λαγάρα. 2. τίμιος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαγαρά — τα τα λαγγόνια (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαγαρᾷ — λαγαρός hollow fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγαράν — λαγαρά̱ν , λαγαρός hollow fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγαράς — λαγαρά̱ς , λαγαρός hollow fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγαρός — ή, ό θηλ. και ά (AM λαγαρός, ά, όν) 1. χαλαρός, άτονος («καὶ ἡ χέλυς... λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους», Φιλόστρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαγαρά οι λαγόνες, τα μαλακά μέρη τού σώματος που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά («τὰ κάτωθεν τῶν… … Dictionary of Greek
λαγγόνι — και λαγγούνι, το τα λαγαρά, οι λαγόνες, το μέρος τού σώματος μεταξύ τής μέσης και τών πλευρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. *λαγγόνιν < *λαγγόνιον < λαγγών, όνος + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek